- ψυκτήριον
- τὸ, Α [ψυκτήρ]1. υποκορ. ψυκτηρίδιον*2. στον πληθ. τὰ ψυκτήριασκιεροί, δροσεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτήρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυκτήριον — a cool shady place neut nom/voc/acc sg ψυκτήριος cooling masc acc sg ψυκτήριος cooling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίοις — ψυκτήριον a cool shady place neut dat pl ψυκτήριος cooling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίοισι — ψυκτήριον a cool shady place neut dat pl (epic ionic aeolic) ψυκτήριος cooling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίου — ψυκτήριον a cool shady place neut gen sg ψυκτήριος cooling masc/neut gen sg ψυκτηρίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίων — ψυκτήριον a cool shady place neut gen pl ψυκτήριος cooling fem gen pl ψυκτήριος cooling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίῳ — ψυκτήριον a cool shady place neut dat sg ψυκτήριος cooling masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτήρια — ψυκτήριον a cool shady place neut nom/voc/acc pl ψυκτήριος cooling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
ψυκτηρίδιον — τὸ, Α υποκορ. ψυκτικό σκεύος κρασιού μικρού μεγέθους, ψυκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ξυστηρ ίδιον)] … Dictionary of Greek